Ορισμός – ετυμολογία
Στα λεξικά τα Κάλαντα χαρακτηρίζονται ως εθιμικά, ευχητικά τραγούδια που εξιστορούν ιστορικά γεγονότα, έθιμα και δοξασίες με μια δόση μυθοπλασίας και ψάλλονται τις παραμονές μεγάλων θρησκευτικών εορτών (Χριστούγεννα – Πρωτοχρονιά – Θεοφάνεια). Ο ρυθμός της μουσικής και τα λόγια που χρησιμοποιούνται παραπέμπουν αρκετά στα δημοτικά τραγούδια, ενώ το λεξιλόγιο και η γλώσσα μοιράζονται ανάμεσα στο «λόγιο» και το «λαϊκό» στοιχείο.
Σύμφωνα με τους λαογράφους τώρα, η λέξη κάλαντα προέρχεται από τη λατινική calenda (πλ. calendae – Καλένδες ή Καλάνδες ελληνιστί) η οποία σημαίνει «αρχή του μήνα», νεομηνία. Κάπως έτσι δηλαδή ονόμαζαν οι Ρωμαίοι από τον 5ο αι. π.Χ. και έπειτα την αντίστοιχη σημερινή «πρωτομηνιά». Τα Κάλαντα λοιπόν μπορεί να κληρονόμησαν την ονομασία τους από μια λατινική λέξη, όμως στην πραγματικότητα ως έθιμο υπήρχε από πολύ νωρίτερα, καθώς πρωτοξεκίνησε από τους Έλληνες.
Ιστορία
Κείμενα παρόμοια με τα σημερινά κάλαντα, γεμάτα με επαίνους (για ευνόητους λόγους..) προς τον «αφέντη» του σπιτιού και ευχές για την ευημερία του νοικοκυριού, συναντάμε και στην Αρχαία Ελλάδα. Ειδικότερα, την εποχή εκείνη τα παιδιά τραγουδούσαν τα κάλαντα κρατώντας ένα κλαδί ελιάς ή δάφνης στολισμένο με άσπρο μαλλί και καρπούς (για να κρεμούν τις προσφορές των νοικοκύρηδων) και ένα ομοίωμα καραβιού προν τιμήν του θεού Διονύσου. Στο Βυζάντιο μετέπειτα, τα παιδιά κρατούσαν φανάρια ή ραβδιά και στολισμένα ομοιώματα κτιρίων ή πλοιαρίων, ενώ συνήθως συνόδευαν το τραγούδι τους με ταυτόχρονη κρούση τυμπάνων ή τριγώνων.
Το χαρακτηριστικό εκείνο που παρέμεινε σταθερά αμετάβλητο από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, είναι το φιλοδώρημα. Παλαιότερα βέβαια η έννοια του φιλοδωρήματος αφορούσε κατά κύριο λόγο υλικά αγαθά και προϊόντα, σε αντίθεση με τη σημερινή εποχή όπου οι «ψάλλοντες» ανταμοίβονται κυρίως με χρηματικά ποσά (το μέγεθος των οποίων έγκειται στη γενναιοδωρία του εκάτοστε νοικοκύρη).
Τα Κάλαντα σήμερα
Ως έθιμο, τα Κάλαντα είναι το πιο ζωντανό παράδειγμα στην ελληνική παράδοση, καθώς διατηρείται και αναβιώνει εξίσου έντονα τόσο στην αστική όσο και στην επαρχιακή Ελλάδα. Ιδιαίτερα εντυπωσιακός είναι ο μεγάλος αριθμός των παραλλαγών τους που συναντώνται στην ηπειρωτική και νησιωτική χώρα (έχουν καταμετρηθεί πάνω από τριάντα), γεγονός που έχει οδηγήσει και στον διαχωρισμό τους σε εθνικά/κύρια και τοπικά. Όλες αυτές οι παραλλαγές, η κάθε μία χωριστά, είναι απόλυτα ενδεικτικές της παράδοσης και του χαρακτήρα του τόπου από τον οποίο προήλθαν. Παρ`όλα αυτά, παρατηρείται μια συγκεκριμένη, κοινή δομή μεταξύ τους: ξεκινούν συνήθως με χαιρετισμό, στη συνέχεια αναγγέλουν τη μεγάλη γιορτή που πλησιάζει και τέλος καταλήγουν σε ευχές προς το νοικοκύρη, την κυρά του και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας.
Μάλιστα σε ορισμένες περιοχές τα Κάλαντα αποκτούν και κοινωνικό χαρακτήρα, καθώς χρησιμοποιούνται ως μέσο για τη συγκέντρωση χρημάτων προς διάφορους σκοπούς (την ανέγερση ενός ναού για παράδειγμα). Με μια διαφορά όμως… σε ανάλογη περίπτωση, αν δεν υπάρξει καθόλου φιλοδώρημα ή αν αυτό θεωρηθεί ευτελές, είναι πολύ πιθανό ο νοικοκύρης ν`ακούσει ένα γλυκό «κράξιμο» από παιδικές φωνούλες που θα αναφωνούν έξω από την οικία του περιπαικτικά:
«Αφέντη μου στην κάπα σου χίλιες χιλιάδες ψείρες,
άλλες γεννούν, άλλες κλωσούν κι άλλες αυγά μαζώνουν!»