Σπύρος Λούης: Γεννήθηκε σαν σήμερα στις 12 Ιανουαρίου 1870 στο Μαρούσι .
Ήταν το 5ο παιδί μιας οικογένειας αγροτών. Ήταν όμορφος, ψηλός, ευσταλής. Του άρεσε το γλέντι, ο χορός, το τρέξιμο, στο οποίο διέπρεπε χωρίς να ασχοληθεί ποτέ με αθλητισμό και προπόνηση. Όπως ακριβώς συνέβαινε με τους μαύρους της Αφρικής, οι οποίοι διέτρεχαν καθημερινά 20 km, για να πάνε σχολείο. Η ίδια η ζωή ήταν προπόνηση γι’ αυτούς και έτσι έβγαιναν πρώτοι στα αγωνίσματα δρόμου και αντοχής στους Ολυμπιακούς αγώνες.
Όταν έμαθε ο Σπύρος Λούης για τον Μαραθώνιο, έδειξε ενδιαφέρον και δήλωσε συμμετοχή στους προκριματικούς, μαζί με τρείς συγχωριανούς και φίλους του (τον Γιώργο Λαυρέντη, το Λευτέρη Παπασυμεών και τον Σταμάτη Μασούρα) και με δυο Χαλανδραίους, τον Βρεττό και τον Καφετζή. Αυτοί οι έξι έτρεξαν απροπόνητοι και στον τελικό.
“O Tempora o mores”!
Ο Πιέρ ντε Κουμπερτέν γράφει·
«Ο Σπύρος Λούης ήταν ένας θαυμάσιος βοσκός, ντυμένος μα τη λαϊκή φουστανέλα, ξένος προς τις μεθόδους της επιστημονικής προπόνησης. Προετοιμάστηκε με νηστεία και προσευχή και θρυλείται ότι πέρασε την τελευταία νύχτα μπροστά στις άγιες εικόνες κάτω από το φως των λαμπάδων..».
Το 1896 έτος γενικής ταπείνωσης και κατάπτωσης, όπως και το 1897. Πεθαίνει ο Χαρίλαος Τρικούπης λίγο μετά τους Ολυμπιακούς. Παντού στη μικρή και δυστυχισμένη Ελλάδα του τότε, οι πάντες προσεύχονται και κάνουν τάματα η πατρίδα να πάρει μια τουλάχιστον νίκη και μάλλον στον Μαραθώνιο, που θα συμβόλιζε την ιστορική συνέχεια.
Όλοι λοιπόν, περιμένουν ένα θαύμα. Και το θαύμα το πραγματοποιεί ο Μαρουσιώτης νερουλάς, ο Σπύρος Λούης, που έγινε θρύλος και παροιμία· “Έγινε Λούης..”. Έγινε λαϊκός ήρωας για δεκαετίες. Το επίσημο κράτος, βέβαια, θα τον αγνοήσει.
17 δρομείς έλαβαν μέρος στο αγώνισμα του Μαραθωνίου, 12 Έλληνες και 5 ξένοι. Ο Λούης έχει τον αριθμό 17. Πάντοτε τελευταίος…(όπως ήταν και το τελευταίο παιδί της πολυμελούς οικογένειάς του).
Παρασκευή 29 Μαρτίου 1896, η ημέρα της μεγάλης νίκης του. Οι Έλληνες γεμάτοι χαρά και ικανοποίηση του προσφέρουν δώρα. Μια κυρία του έδωσε χρυσό ρολόι στολισμένο με μαργαριτάρια. Ένας εστιάτορας του προσφέρει δωρεάν γεύματα για μια χρονιά. Θα γινόταν πλούσιος με το μυθώδες για την εποχή εκείνη ποσό των 10.000 φράγκων. Ο Λούης το αρνήθηκε, διασώζοντας το φίλαθλο πνεύμα της εποχής.
Δεν έμεινε στην Αθήνα για να γιορτάσει, μετά τη νίκη. Έφυγε στο χωριό του. Όπως ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης που, όταν τον βράβευε η Ακαδημία Αθηνών, αυτός ήταν στο σπίτι ενός μανάβη…
Πηγή· «Καθημερινή», 7 Ημέρες, 31 Μαρτίου 1996, 1896-1996, Εκατό Χρόνια.
Μαθητικό περιοδικό Πτολεμαΐδας «Η ΕΚΦΡΑΣΗ», Φεβρουάριος 2004
ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ