Όταν επισκεπτόμαστε σήμερα έναν αρχαίο ναό ή περιεργαζόμαστε μαρμάρινα αγάλματα σ’ ένα Αρχαιολογικό Μουσείο μας δίνεται η λανθασμένη εντύπωση ότι η τέχνη στην αρχαία Ελλάδα ήταν άχρωμη. Αντιθέτως το χρώμα στην αρχαιότητα έπαιζε ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο και δεν περιοριζόταν μόνο στη ζωγραφική. Πολλές δημιουργίες των αρχαίων, όπως πήλινα ειδώλια, μεγαλόπρεποι ναοί και μαρμάρινα αγάλματα, ήταν διακοσμημένα με έντονα χρώματα, μια και οι αρχαίοι ήξεραν ότι η απόσταση, όπως και ο χρόνος, εξασθενεί τον τόνο των χρωμάτων. Η εντύπωση λοιπόν που αποκομίζουμε είναι τελείως διαφορετική από αυτήν που είχαν οι αρχαίοι κι αυτό επειδή τα χρώματα των έργων έχουν πλέον χαθεί.
Συχνά ακούμε για την περίφημη τετραχρωμία των αρχαίων, η οποία υποστηριζόταν και από τη φιλοσοφική σκέψη. Οι αρχαίοι πίστευαν στην τετραχρωμία και ως βασικά χρώματα είχαν το κόκκινο, το κίτρινο, το μαύρο και το άσπρο. Με τη μείξη των χρωμάτων αυτών μεγάλωναν σημαντικά τη χρωματική τους γκάμα. Η αρχαία ελληνική ζωγραφική είναι η λιγότερο γνωστή έκφανση της αρχαίας ελληνικής τέχνης κι αυτό επειδή τα ευπαθή υλικά της είναι η κύρια αιτία που δεν επέτρεψαν, πλην λίγων εξαιρέσεων, τη διατήρησή της ως τις μέρες μας. Σημαντικότεροι μάρτυρες σήμερα αποτελούν οι τοιχογραφίες.
Τα χρώματα που χρησιμοποιούσαν οι ζωγράφοι από την αρχαιότητα ανήκαν σε δυο κατηγορίες, στα φυσικά (χημικά στοιχεία, ορυκτά και φυτικά παράγωγα) και τα τεχνητά και χρησιμοποιούνταν σε μορφή σκόνης. Για τη μετατροπή τους σε σκόνη αναγκαία ήταν μια πλάκα από μάρμαρο ή αιγυπτιακό πορφυρίτη και μια μικρότερη πέτρα, όπως θαλασσινό βότσαλο ως τρίφτης. Τα χρώματα αναμιγνύονταν με το συνδετικό υλικό και φυλάσσονταν συνήθως μέσα σε όστρακα. Το συνδετικό υλικό, ανάλογα τη χρήση, μπορούσε να ήταν μια κόλλα ή κολλώδης οργανική ουσία όπως ζωική κόλλα ή ψαρόκολλα, ή ακόμα να προερχόταν από φυτικές εκκρίσεις όπως αραβική γόμμα. Άλλη πιθανή εκδοχή είναι μια δυνατή κολλώδης ουσία φτιαγμένη από γάλα ή ξυνόγαλα, η λεγόμενη καζεΐνη. Εξαιρετικό συνδετικό υλικό είναι και ο κρόκος ή το ασπράδι του αυγού καθώς και το κερί μέλισσας.
Τα κυριότερα χρώματα που χρησιμοποιήθηκαν είναι τα εξής:
Άσπρα χρώματα:
Το σημαντικότερο άσπρο χρώμα ήταν το λευκό του μολύβδου. Αν και απαντάται στη φύση με τη μορφή του ορυκτού κερουσίτη, υπήρξε από τις πρώτες χρωστικές που παρασκευάστηκε τεχνητά από μεταλλικό μόλυβδο και ξύδι. Ο Πλίνιος αναφέρει ότι το πιο ξακουστό εργαστήριο ήταν στη Ρόδο. Η χρήση του συνεχίστηκε μέχρι και τον 18ο αι όμως ήταν δηλητηριώδες και μαύριζε με τον καιρό, έτσι αργότερα αντικαταστάθηκε από τον τσίγκο (οξείδιο του ψευδαργύρου) και αργότερα από το οξείδιο του τιτανίου. Η μηλιά είναι κι αυτή ένα λευκό χρώμα που βρίσκεται σε φυσική μορφή ανάμεσα στα βράχια και η καλύτερη βρισκόταν στη Μήλο απ’ όπου πήρε και το όνομά της. Για λευκό χρώμα χρησιμοποιήθηκε και η κιμωλία (ασβέστιο).
Μαύρα χρώματα:
Το μαύρο χρώμα είναι ο άνθρακας (το κάρβουνο), το σπουδαιότερο χημικό στοιχείο που χρησιμοποιήθηκε ως χρώμα και το έπαιρναν από την καύση οστών ενώ το καλύτερο μαύρο έβγαινε από το καμένο φίλντισι. Μαύρο έπαιρναν επίσης και από καύση ξύλων. Το καλύτερο ξυλοκάρβουνο θεωρούταν ότι προέρχεται από νέα βλαστάρια κλήματος αμπέλου. Ξυλοκάρβουνα χρησιμοποιούνταν με τη μορφή λεπτών ράβδων για τη σχεδίαση. Για να χρησιμοποιηθεί σαν χρώμα μετατρεπόταν σε σκόνη. Καλής ποιότητας μαύρο προερχόταν από το κουκούτσι του ροδάκινου και τα κελύφη των αμυγδάλων. Άλλο μαύρο ήταν το φούμο (καπνιά) που μετατρεπόταν σε μελάνι με την ανάμιξή του με κόμμι. Για την παραγωγή του άφηναν μια φλόγα να παίζει κάτω από μια ψυχρή επιφάνεια και μάζευαν την καπνιά που συσσωρευόταν σ’ αυτήν. Η φλόγα συνήθως δημιουργείτο από λαμπάδα από κερί μέλισσας.
Κίτρινα χρώματα:
Τα κίτρινα χρώματα που χρησιμοποιούνταν ευρέως ήταν οι ώχρες, κίτρινες γαίες προερχόμενες από τη σκουριά του σιδήρου. Άλλο κίτρινο σκούρο χρώμα είναι η σιέννα ωμή που προέρχεται απ’ τη γη και πήρε το όνομά της από την πόλη Σιέννα όπου και βρέθηκε. Για την παραγωγή κίτρινου χρώματος χρησιμοποιούταν επίσης και ο κρόκος, ζαφούρα.
Κόκκινα χρώματα:
Ως κόκκινα χρώματα χρησιμοποιούνταν τα οξείδια του σιδήρου. Τα κοιτάσματα του αιματίτη θεωρούνταν σημαντική πηγή για κόκκινο χρώμα. Μια κόκκινη ώχρα που είναι γνωστή από την αρχαιότητα είναι η σινώπια (Fe2O3) που χρωστά το όνομά της στην πόλη Σινώπη του Ευξείνου Πόντου απ’ όπου προερχόταν η καλύτερη ποιότητα. Εξαιρετικής ποιότητας έβγαινε και απ’ τις σπηλιές της Λήμνου και της Καππαδοκίας. Ένα κόκκινο προς πορτοκαλί είναι η σανδαράχη, φυσικό χρώμα, ορυκτό, το θειούχο αρσενικό (As2S2) και χρησιμοποιούταν μέχρι τον 19ο αιώνα. Ένα απ’ τα φωτεινά κόκκινα χρώματα είναι το κιννάβαρι ή βερμιγιόν (HgS) που βγαίνει από τον υδράργυρο, μετά από αλλεπάλληλες καύσεις με θείο. Άλλο κόκκινο χρώμα είναι το χονδροκόκκινο, προερχόμενο από την σκουριά του σιδήρου. Χρησιμοποιήθηκαν επίσης και οι κόκκινες λάκκες που ήταν οργανικής προελεύσεως όπως η λάκα από κόμμι Ινδιών, από κισσό και από κόκκο. Τέλος τεχνητό κόκκινο χρώμα ήταν και το μίνιο ή κόκκινο του μολύβδου (Pb3O4).
Μπλε χρώματα:
Ένα σημαντικό μπλε που χρησιμοποιούταν από την κλασική αρχαιότητα είναι ο αζουρίτης . Από τον λαζουρίτη (lapis lazuli) προέρχεται το μπλε ουλτραμαρίν που σημαίνει πέρα από τις θάλασσες διότι υπήρχε αποκλειστικά στην Περσία. Για την παραγωγή του απαιτούνταν περίπλοκες μέθοδοι γι’ αυτό και ήταν ένα ακριβό υλικό και μέσον για πολυτέλεια. Άλλη μια ομάδα μπλε είναι οι ενώσεις χαλκού με αμμωνία.. Το μπλε κοβαλτίου χρησιμοποιήθηκε ευρέως καθώς επίσης και το λαζούρι. Λαζούρι ονομαζόταν και το ινδικό, που είναι ένα χρώμα μαβί, φυτικό και το έφερναν απ’ την Ινδία, ενώ αργότερα αντικαταστάθηκε από το λουλάκι που είναι επίσης φυτικό προϊόν και έχει χρώμα βαθύ μπλε. Μπλε χρώματα έχουμε και προερχόμενα από βιολέτες και κυάνους.
Πορφυρά χρώματα:
Η πορφύρα, γνωστή από αρχαιοτάτων χρόνων σαν βασιλική βαφή, ήταν η ωραιότερη και ακριβότερη βαφή της αρχαιότητας. Η πορφύρα θεωρήθηκε από την αρχή ευγενές χρώμα και σύμβολο των θεών και των βασιλιάδων. Ήδη οι Ασσύριοι καταγράφουν δυο είδη πορφυροχρώματος, το Argamannu, δηλαδή το κόκκινο, και το Takiltu, δηλαδή το βιολετί, και επηρέασαν τους Πέρσες. Αργότερα, ο Αριστοτέλης καταγράφει επίσης δυο χρωματικές ποικιλίες, τη φοινικική, δηλαδή την κόκκινη και την αλουργή, δηλαδή την ιώδη. Ο Αισχύλος αναφέρει ότι ήταν η πλέον ακριβή βαφή της αρχαιότητας. Τα πορφυρά χρώματα παίζουν μεταξύ του μπλε και κόκκινου και προέρχονται από την λέξη πορφύρα που είναι το συνολικό όνομα μιας ομάδας οικογενειών κογχυλιών. Η παραγωγή τους ήταν πολύ επίπονη και απαιτούνταν μεγάλος αριθμός κογχυλιών και άλλων μαλακίων και συγκεντρωνόταν σταγόνα σταγόνα .
Πράσινα χρώματα:
Πράσινα χρώματα παράγονταν από τα ώριμα μούρα του φυτού ράμνου και από τα άνθη της ίριδας. Το πιο συνηθισμένο, γνωστό ως πράσινο της Ελλάδας (verdigris) είναι ένας οξικός χαλκός ο οποίος παρασκευάζεται συνήθως με την επεξεργασία κάποιας μορφής χαλκού με οξύ. Άλλο πράσινο χρώμα είναι ο μαλαχίτης, ένα πράσινο ορυκτό που χρησιμοποιήθηκε ήδη στην προδυναστική Αίγυπτο, μέχρι το 1800, οπότε αντικαταστάθηκε από τις συνθετικές πράσινες χρωστικές. Επίσης χρησιμοποιούνταν και οι πράσινες γαίες που αποκαλούνται και terraevertae.
Κάποια χρώματα ήταν ακριβά, για παράδειγμα τα ορυκτά που έρχονταν από μακριά. Άλλα χρώματα ήταν δυσεύρετα, ενώ τα τεχνητά χρώματα είχαν δύσκολη και χρονοβόρα παρασκευή. Αυτοί οι παράγοντες σε συνδυασμό με τις προσωπικές προτιμήσεις και την τεχνοτροπία που ακολουθούσε ο ζωγράφος, επηρέαζαν την επιλογή του.
Μαρίνα Αυγερινού
βιβλιογραφία
· Οι τεχνικές και τα υλικά της μεσαιωνικής ζωγραφικής. Daniel V. Thompson. Εκδόσεις Αρμός.
· «Το βιβλίο της τέχνης» ή Πραγματεία περί της ζωγραφικής από τον Gennino Gennini , μετάφρ. Τέτσης, Π. Αθήνα 1990.
· ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, Περί Χρωμάτων και Περί τα ζώα ιστορίαι, εκδ. Κάκτος, Αθήνα, 1994.
· ΠΛΙΝΙΟΣ Ο ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ. ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗΣ. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΓΡΑ.
· Ελένη Ιωακείμογλου. Τα οργανικά υλικά στην τέχνη και την αρχαιολογία. Τόμος Ά. Τροχαλία.