Σε οκτώ περιοχές της χώρας εκτιμούν οι σεισμολόγοι ότι θα εκδηλωθούν ισχυροί σεισμοί άνω των έξι βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ, «με ορίζοντα δεκαετίας», και πρωτίστως σε αυτές τονίζουν ότι θα πρέπει να εστιασθούν τα αντισεισμικά μέτρα της Πολιτείας για τη θωράκισή τους.
Σύμφωνα με την Καθημερινή, οι αρμόδιοι κρατικοί φορείς είναι ενήμεροι για τις «κόκκινες ζώνες», οι οποίες καθορίστηκαν από τους ειδικούς επιστήμονες με βάση το «γεωλογικό» ιστορικό τους αλλά και την ιστορική γνώση που επιτρέπει στους ειδικούς να προβούν σε μεσοπρόθεσμης διάρκειας πρόγνωση εκδήλωσης σεισμών.
Οι «σεισμογόνες πηγές», όπως είναι η επιστημονική τους ονομασία, εκτείνονται σχεδόν σε όλο τον ελλαδικό χώρο, θαλάσσιο και χερσαίο, «διασχίζονται» από μεγάλα σεισμικά ρήγματα, τα οποία δίνουν και τους ισχυρούς σεισμούς. Τα εν λόγω ρήγματα βρίσκονται υπό συνεχή επιστημονική παρακολούθηση. Στην κορυφή όλων οι Κεφαλονιά – Ζάκυνθος – Ιθάκη, δηλαδή το τόξο όπου καταγράφεται η υψηλότερη σεισμικότητα από το Γιβραλτάρ έως το Βιετνάμ και από τον Βόρειο μέχρι τον Νότιο Πόλο.
Δεν είναι βεβαίως η μόνη περιοχή, καθώς «όλη η Ελλάδα δίνει σεισμούς», κατά τη συνήθη έκφραση ειδικών και μη. Μπορεί να μετατραπεί σε ένα αντισεισμικό φρούριο όλη η Ελλάδα;
Αδύνατον, λένε οι επιστήμονες, οι οποίοι επιμένουν ότι πρέπει να γίνει ιεράρχηση στις «επίφοβες περιοχές» εκεί όπου επιβάλλεται να ληφθούν αυξημένα αντισεισμικά μέτρα.
«Τις μελετάμε»
Ο ομότιμος καθηγητής Γεωφυσικής Βασίλης Παπαζάχος και ο καθηγητής του ίδιου εργαστηρίου Γιώργος Καρακαΐσης εμφανίζονται υπέρμαχοι της ενίσχυσης της αντισεισμικής άμυνας με πρώτες τις «σεισμογόνες πηγές», αφού -όπως τονίζουν- ακόμα η επιστήμη «δεν έχει κατακτήσει το επίπεδο της βραχείας πρόγνωσης ενός σεισμού, που να έχει πρακτική σημασία».
Όπως λέει στην «Κ» ο κ. Παπαζάχος, «αυτές τις περιοχές τις γνωρίζουμε ήδη και τις μελετάμε, προσπαθούμε να μάθουμε αν κάποια από αυτές είναι υποψήφια να δώσει μεγάλο σεισμό».
Αλλά πού βρίσκεται σήμερα η άμυνά μας απέναντι στον απρόβλεπτο Εγκέλαδο; Οι επιστήμονες λένε ότι έχουμε να αντιπαρατάξουμε απέναντι στις χθόνιες δυνάμεις έναν πολύ καλό αντισεισμικό κανονισμό σύμφωνα με τον οποίο ανεγείρονται οι κατασκευές, αναμορφωμένο μάλιστα επί το αυστηρότερον μετά τον σεισμό της Αθήνας της 7ης Σεπτεμβρίου του 1999, και αυτό φάνηκε (και) στην περίπτωση της Κεφαλονιάς.
Μπορούμε επομένως να κοιμόμαστε ήσυχοι και να λέμε από τα μπαλκόνια των σπιτιών μας «απολαύστε τον σεισμό», όπως καθησυχάζουν οι Αρχές του Λος Αντζελες τους επισκέπτες, σίγουροι για την ανθεκτικότητα των κτιρίων τους; Εδώ τα πράγματα περιπλέκονται. Ναι μεν χτίζονται τα νέα κτίρια με τον σύγχρονο αντισεισμικό κανονισμό, τι γίνεται όμως με τις αυθαίρετες προσθήκες ορόφων σε νεοανεγειρόμενες οικοδομές ή με τις εκατοντάδες χιλιάδες αυθαίρετα ανά την επικράτεια;
Το σημαντικότερο: τι συμβαίνει με τις πολυκατοικίες και τα δημόσια κτίρια, που έχουν χτιστεί πριν από τον τελευταίο αντισεισμικό κανονισμό; Σε τι κατάσταση βρίσκονται ύστερα από τις καταπονήσεις που υπέστησαν στη διαδρομή του χρόνου, από δεκάδες ή εκατοντάδες «μικρούς» και «μεγάλους» σεισμούς, νοσοκομεία, σχολεία, γηροκομεία, κτίρια στέγασης δημόσιων υπηρεσιών όπου μπαινοβγαίνουν καθημερινά εκατοντάδες, χιλιάδες άνθρωποι;
Μετά τον σεισμό της Αθήνας και τις εκκλήσεις των επιστημόνων για λήψη αντισεισμικών μέτρων, ξεκίνησε η επιχείρηση ελέγχου της στατικότητας των δημόσιων κτιρίων με πρώτες τις ζώνες υψηλού κινδύνου.
Σε πρώτο βαθμό
Τα αποτελέσματα όμως, όπως τόνισε στην «Κ» ο πρόεδρος του ΟΑΣΠ Κοσμάς Στυλιανίδης, είναι απογοητευτικά. Από τα 80.000, ίσως και περισσότερα, δημόσια κτίρια, τα οποία έπρεπε να «εξεταστούν», έχουν ελεγχθεί έως σήμερα, σε πρώτο βαθμό, μόνον τα 12.800, δηλαδή ποσοστό περί το 15%. Ωστόσο, αυτό δεν συνεπάγεται ότι και αυτά είναι «εντάξει», αφού δεν ελέγχθηκαν και σε δεύτερο βαθμό.
«Πρέπει ο πρωτοβάθμιος έλεγχος να ολοκληρωθεί τάχιστα σε όλη τη χώρα. Και αν αυτό δεν είναι δυνατόν, πρέπει οπωσδήποτε να γίνει σε κτίρια άμεσης προτεραιότητας στις “ύποπτες” σεισμικά περιοχές. Η σχετική εντολή υπάρχει από παλαιά στις Περιφέρειες. Φαίνεται όμως ότι δεν το έθεσαν στις προτεραιότητές τους», καταλήγει ο πρόεδρος του ΟΑΣΠ. Η βαθιά οικονομική κρίση μάλλον έχει αφήσει τα αποτυπώματά της και εδώ…
Πηγή: Καθημερινή