Επιφυλακτικοί ως προς το αν οι δύο δονήσεις που σημειώθηκαν κοντά στη Χαλκίδα ήταν οι κύριοι σεισμοί εμφανίζονται οι σεισμολόγοι, σημειώνοντας πάντως ότι η σεισμική ακολουθία με τους αρκετούς μικρούς μετασεισμούς, αποτελεί σημάδι εκτόνωσης της σεισμικής δραστηριότητας.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών οι δύο σεισμοί ήταν μεγέθους 5,1 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ και εκδηλώθηκαν με χρονική απόκλιση μόλις τεσσάρων λεπτών: στη 01:05 ο πρώτος και στη 01:09 ο δεύτερος.
Η διπλή δόνηση αναστάτωσε την ευρύτερη περιοχή της Εύβοιας, της Αθήνας, της Βοιωτίας και της Φθιώτιδας, ενώ έγινε αισθητή ακόμη και σε περιοχές της Θεσσαλίας και της Πελοποννήσου, χωρίς ωστόσο να υπάρξουν μέχρι στιγμής αναφορές για θύματα ή ζημιές.
Με δηλώσεις του ο διευθυντής του Γεωδυναμικού ινστιτούτου Άκης Τσελέντης δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο να υπάρξει σεισμός μεγαλύτερου μεγέθους στην περιοχή του Ευβοϊκού Κόλπου. Ο κόσμος πρέπει να προσέχει, σημείωσε, γιατί η περιοχή που έδωσε τις δύο δονήσεις τα ξημερώματα είναι μεγάλης σεισμικότητας.
Ο κ. Τσελέντης διευκρίνισε επίσης ότι το επίκεντρο των σεισμών δεν προέρχεται από το ρήγμα της Αταλάντης, αλλά είναι πολύ κοντά σ’ αυτό.
Αλλά και καθηγητής Γεωλογίας και πρόεδρος του Οργανισμού Αντισεισμικού Σχεδιασμού και Προστασίας Ευθύμιος Λέκκας εκτίμησε σε τηλεοπτικές του δηλώσεις ότι δεν υπάρχει ενδεχόμενο ενεργοποίησης του γνωστού ρήγματος της Αταλάντης, από όπου είχε προέλθει ο σεισμός του 1894, καθώς σύμφωνα με επιστημονικές μελέτες σε 700 με 800 χρόνια μπορεί το εν λόγω ρήγμα να δώσει έναν τέτοιο μεγάλο σεισμό.
«Το ρήγμα της Αταλάντης δεν έχει τη δυνατότητα να δώσει ένα μεγάλο σεισμό αυτό το χρονικό διάστημα. Υπάρχουν όμως άλλα μικρότερα ρήγματα στην περιοχή που ενεργοποιήθηκαν και έδωσαν τους σημερινούς σεισμούς», ανέφερε.
Πρόσθεσε επίσης πως το γεγονός ότι έχουμε να κάνουμε, όπως είπε, με αρκετούς μετασεισμούς, σημαίνει πως «αποφορτίζεται η κατάσταση».
Την άποψη ότι το επίκεντρο των σημερινών σεισμών δεν βρίσκεται στο ρήγμα της Αταλάντης αλλά λίγο νοτιότερα και κοντά σε αυτό, διατύπωσε και ο διευθυντής ερευνών του Γεωδυναμικού Ιστιτούτου, Γιώργος Δρακάτος.